-
1 зря
-
2 напрасно
-
3 нечего
I нечего Ι (нечему, нечем, не о чем) τίποτα· мне \нечего сказать δεν έχω τι να πω· нечему удивляться δεν είναι τίποτε το παράξενο* мне нечем писать δεν έχω με τι να γράφω· тебе не о чем жалеть δεν αξίζει να στενοχωριέσαι II нечего II (незачем) ανώφελα, του κάκου" δεν υπάρχει λόγος να...' \нечего беспокоиться δεν υπάρχει λόγος για ανησυχία* * *I (нечему, нечем, не о чем)мне не́чего сказа́ть — δεν έχω τι να πω
не́чему удивля́ться — δεν είναι τίποτε το παράξενο
мне не́чем писа́ть — δεν έχω με τι να γράφω
IIтебе́ не́ о чем жале́ть — δεν αξίζει να στενοχωριέσαι
( незачем) ανώφελα, του κάκου; δεν υπάρχει λόγος να…не́чего беспоко́иться — δεν υπάρχει λόγος για ανησυχία
-
4 напрасно
напрасн||о1. нареч μάταια, τοῦ κάκου, είς μάτην, ματαίως / ἀνώφελα (бесполезно)/ ἀδικα, ἀδίκως (несправедливо):\напрасно стараться τοῦ κάκου προσπαθώ· ее \напрасно обвиняли ἀδικα τήν κατηγορούσαν вы \напрасно так ду́маете δέν ἐχετε δίκηο πού σκέπ-τεσθε ἐτσι·2. предик безл:все было \напрасно ὀλα πήγαν ἄδικα. -
5 бес
-а α.δαίμονας, πνεύμα ακάθαρτο, του κακού, ο τρισκατάρατος.εκφρ.мелким -ом рассыпаться ή вертеться – κ.τ.τ. κολακεύω ταπεινά, γαλιφίζω, καλοπιάνω•седина в бороду, а бес в ребро – γέρος, όμως του το λέει ή έχει το διάβολο μέσα του. -
6 зло
-а, πλθ. μόνο γεν. зол ουδ.1. κακό•причинить зло кому-н. προξενώ (κάνω) κακό σε κάποιον•
желать зла кому θέλω το κακό κάποιου•
употреблять что-л. во зло κάνω κατάχρηση ενός πράγματος•
пресечь зло в корне ξεριζώνω το κακό.
2. δυστυχία, ατυχία•корень зла η ρίζα του κακού•
из двух зол выбирать меньшее εκ δύο κακών το μη χείρον βέλτιστον•
платить злом за добро από το καλό σου να βρεις το διάβολο σου• αντί του μάνα χολή.
3. κακία, θυμός φούρκα•со зла από το κακό (μου, του κ.τ.τ.)• зло обращаться с кем-л. κακομεταχειρίζομαι κάποιον•
зло подшутить над кем χλευάζω κάποιον•
зло улыбнуться χαμογελώ με κακία•
зло кусаться τρώγω τα νύχια από το κακό μου.
-
7 корень
кореньм в разн. знач. ἡ ρίζα:\корень зу́ба ἡ ρίζα τοῦ δοντιοῦ· пускать \кореньни (тж. перен) ριζοβολώ, ριζώνω· вырывать с \кореньнем (тж. перен) ξερριζώνω· квадратный \корень мат ἡ τετραγωνική ρίζα· кубический \корень мат ἡ κυβική ρίζα· извлекать \корень мат βγάζω (или ἐξάγω) τή ρίζα· \корень слова грам. ἡ ρίζα τής λέξης· \корень зла ἡ ρίζα τοῦ κακοῦ· иметь глубокие \кореньни 'έχω βαθειές ρίζες· ◊ смотреть в \корень ἐξετάζω βαθειά· пресекать в \кореньне κόβω ἀπ' τήν ρίζα· в \кореньне неправильно πέρα γιά πέρα λαθεμένο· покраснеть до \кореньней волос κοκκινίζω ὡς τ'αύτιά· на \кореньию (о хлебе) τό ἀθέριστο σιτάρι. -
8 корень
-рня, πλθ. корни-ей α.1. ρίζα•пустить -и ριζώνω, ριζοβολώ, απολάω ρίζες•
вырвать с -ем ξεριζώνω•
корень зуба η ρίζα του δοντιού•
-и волос οι ρίζες των μαλλιών.
2. μτφ. αρχή, πηγή, βάση, κύρια αιτία•корень зла η ρίζα του κακού.
|| παλ. γένος, οικογένεια• γεναρχία.3. (γραμμ.) ρίζα•корень и окончание ρίζα και κατάληξη.
4. (μαθ.) ρίζα•извлечь квадратный корень βγάζω τετραγωνική ρίζαι•
кубический корень κυβική ρίζα.
εκφρ.в - – ριζικά εντελώς, τελείως, καθόλου, πέρα για πέρα•в -е я не согласен с вами – διαφωνώ πέρα για πέρα με σας•на -ю – αθέριστα (για σιτηρά)•- жизни – βλ. женьшень• врасти (прирасти) -ими θεμελιώνομαι, ριζώνω, συνδέομαι γερά•запрячь (заложить – κ.τ.τ.) в корень ζεύω στο τιμόνι•в -е пресечь – προλαβαίνω το κακό, χτυπώ το κακό στη ρίζα (πριν μεγαλώσει)•смотреть (ή глядеть – κ.τ.τ.) в корень μπαίνω στην ουσία της υπόθεσης, βρίσκω τη ρίζα, εμβαθύνω•краснеть (покраснеть) до волос – κοκκινίζω ως τ αυτιά•подорвать (подрубить, подкосить – κ.τ.τ.) под корень τρώγω τις ρίζες, υποσκάπτω τα θεμέλια. -
9 бесшюдно
бесшюд||но1. нареч ἄκαρ-πα, χωρίς ἀποτέλεσμα;2. предик безл (бесполезно) μάταια, τοῦ κάκου, ἀνώφελα. -
10 даром
даромнареч1. δωρεάν, τζάμπα, χάρισμα:я купил это совершенно \даром τ' ἀγόρασα πάμφθηνα, τ' ἀγόρασα τζάμπα·2. (напрасно) μάταια, είς μάτην, του κάκου/ ἄδικα, ἀσκοπα [-ως] (бесцельно, зря):терять \даром время χάνω ἀδικα τόν καιρό μου· он не \даром сказал это δέν τό είπε τυχαία, δέν τό είπε στον ἀέρα· не \даром говорят... καλά λένε πώς... · ◊ это ему \даром не пройдет αὐτό θά τό πληρώσεί \даром что... ἀν καί..., μολονότι... -
11 зло
зло Iс τό κακό:причинять \зло кому-л. κάνω κακό σέ κάποιον употреблять что-либо во \зло καταχρώμαι, χρησιμοποιώ για τό κακό· ◊ корень зла ἡ ρίζα τοῦ κακοῦ· из двух зол выбирают меньшее δύο κακών προκειμένων τό μή χείρον βέλτισ-τον.зло IIнареч κακόβουλα, κακοβούλως, μοχθηρά, μέ κακία[ν]:\зло отвечать кому́-либо ἀπαντῶ σέ κάποιον μέ κακία. -
12 недаром
недаромнареч μέ τό δίκιο (не напрасно)/ ὄχι τυχαία, σωστά (не без основания):\недаром мы столько работали δέν πήγε τοῦ κάκου ἡ δουλειά μας· \недаром я так боялась είχα δίκιο νά φοβάμαι· \недаром говорится, что... σωστά λένε πώς... -
13 понапрасну
понапраснунареч разг ἄδικα, μάταια, ματαίως, είς μάτην, τοῦ κάκου. -
14 попусту
попустунареч разг ἄδικα, μάταια, ἀνώφελα, τοῦ κάκου:\попусту три́тить время ἄδικα χάνω τόν καιρό μου. -
15 беда
-ы, πλθ. беды θ.1. δυστυχία, κακό, συμφορά• δυστύχημα•выручить из -ы βγάζω από τη δυστυχία•
помочь в -е βοηθώ στή δυστυχία•
непоправимая беда ανεπανόρθωτο κακό, δυστύχημα•
попасть в -у παθαίνω κακό (πέφτω σε δυστυχία)•
утещать в -е παρηγορώ στη δυστυχία.
2. (ως κατηγ.) είναι δύσκολο, κακό, άσχημο•беда мне с ним μου είναι δύσκολο μ’ αυτόν, κακό που με βρήκε μ’ αυτόν•
беда в том, что он не учится το κακό είναι που δε μαθαίνει ή δε σπουδάζει.
|| (με το μόριο не) δεν είναι σοβαρό•это не беда αυτό δεν είναι σοβαρό.
3. πάρα πολύς, πληθώρα•людей там беда сколько ήταν εκεί.πολύς κόσμος, κακό μεγάλο•
хорошая женщина? беда хорошая καλή γυναίκα’ πάρα πολύ καλή.
εκφρ.- как – πάρα πολύ•на -у мою (твою – πλπ.) δυστυχώς για μένα, για κακό δικό μου, για κακή μου τύχη•что за -! – το κακό δεν είναι μεγάλο, κακό το λες αυτό;•то-то и, в том-то и беда – εδώ είναι η ρίζα του κακού. -
16 змей
змея, γεν. πλθ. змеев α.1. (παλ. κ. απλ.) βλ. змея.2. δράκοντας (φτερωτό φίδι).3. χαρταετός•запустить змея απολύω χαρταετό•
бумажный змей χαρταετός.
εκφρ.змей-горыныч – (λκ. ποίηση) φτερωτός δράκοντας (προσωποποίηση του Κακού και της Βίας)•аэрологический змей – δέσμιο αερόστατο. -
17 напрасно
1. επίρ. μάταια, ανώφελα, άσκοπα, στα χαμένα, του κάκου, τζάμπα. || άδικα•его наказали напрасно άδικα τον τιμώρησαν.
2. ως κατηγ. είναι μάταιο, άσκοπο. -
18 транс
-а α. (ιατρ.) έκσταση, σύγχυση του νου, παραφροσύνη (από φόβο επικείμενου κακού). || νευρική κατάσταση. -
19 язва
-ы θ.1. πληγή, έλκος•язва желудка το έλκος του στομαχιού.
|| βλάβη, ζημιά, κακό, στραπάτσο•наносить –у επιφέρω βλάβη, στραπατσάρω• κατακεραυνώνω.
2. φορέας κακού, μάστιγα.3. άνθρωπος κακός, κακεντρεχής, μοχθηρός. || (βρισιά) μίασμα, λέρα, βρωμιάρης.4. παλ. βλ. чума.
См. также в других словарях:
κάκου — επίρρ. (μόνο στη φρ.) «τού κάκου» μάταια, ανώφελα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τού κακού, γεν. τού επιθ. κακός, με αναβιβασμό τόνου] … Dictionary of Greek
παραμύθι — Λαϊκή διήγηση στην οποία προέχει το θαυμαστό και το φανταστικό και που έχει για πρωταγωνιστές όντα υπεράνθρωπα, νεράιδες, στρίγκλες, μάγους, δράκους, γίγαντες και, οπωσδήποτε, πρόσωπα ικανά, μέσω μαγικών αντικειμένων ή προσωπικής δύναμης, για… … Dictionary of Greek
Ντοστογιέφσκι, Φιοντόρ Μιχαήλοβιτς — (Fyodor Mikhaylovich Dostoyevsky, Μόσχα 1821 – Αγία Πετρούπολη 1881). Ρώσος συγγραφέας. Μαζί με τον Τολστόι, ο Ν. είναι αντιπροσωπευτική σε μεγάλο βαθμό προσωπικότητα της εξαιρετικής εκείνης περιόδου που υπήρξε για τη Ρωσία το δεύτερο μισό του… … Dictionary of Greek
διάβολος — I Κακό και βλαβερό πνεύμα, που εμφανίζεται σε όλες τις θρησκείες και είχε πλούσιες περιγραφές στην κλασική λογοτεχνία, στα κείμενα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης και στα έργα παλαιών χριστιανών συγγραφέων. Η λέξη δ. σημαίνει συκοφάντης και… … Dictionary of Greek
Μποντλέρ, Σαρλ — (Charles Beaudelaire, Παρίσι 1821 – 1867). Γάλλος ποιητής. Μια από τις λαμπρότερες προσωπικότητες της γαλλικής λογοτεχνίας, αλλά εκτός από αυτό, ο Μ. θεωρείται γενικά και ο δημιουργός της νεώτερης ποίησης και μετά τον ρομαντισμό εκείνος που… … Dictionary of Greek
κακός — Μυθολογικό πρόσωπο της ρωμαϊκής μυθολογίας. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν μισός άνθρωπος και μισός σάτυρος. Γιος του Ηφαίστου και φοβερός ληστής, έβγαζε από το στόμα του φλόγες και καπνούς. Κατοικούσε σε μια σπηλιά στον λόφο του Αβεντίνου (ένας… … Dictionary of Greek
ζωροαστρισμός — Αρχαία περσική θρησκεία που ίδρυσε ο Ζωροάστρης (βλ. λ.). Οι διδασκαλίες του ζ. εξελίχθηκαν εντυπωσιακά με την πάροδο του χρόνου. Η αρχαιότερη φάση αντιπροσωπεύεται από τις διδασκαλίες των Γκάθα. Μετά την αρχική διαρχία, η οποία ήταν άλλωστε… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Πλάτων — I Έλληνας φιλόσοφος (Αθήνα ή Αίγινα 428/427 π.Χ. – Αθήνα 348/347). Κατά την παράδοση, το αληθινό του όνομα ήταν Αριστοκλής, όπως και του παππού του, και μόνο πολύ αργότερα ονομάστηκε Πλάτων, εξαιτίας του πλάτους των ώμων του. Η ζωή του. Γόνος… … Dictionary of Greek
πλάτων — I Έλληνας φιλόσοφος (Αθήνα ή Αίγινα 428/427 π.Χ. – Αθήνα 348/347). Κατά την παράδοση, το αληθινό του όνομα ήταν Αριστοκλής, όπως και του παππού του, και μόνο πολύ αργότερα ονομάστηκε Πλάτων, εξαιτίας του πλάτους των ώμων του. Η ζωή του. Γόνος… … Dictionary of Greek
Ταϊβάν — H Tαϊβάν χωρίζεται στα δυτικά από την Kίνα με το Στενό της Φορμόζας, και στα ανατολικά από το ιαπωνικό αρχιπέλαγος Pιουκιού με ένα άλλο μικρό θαλάσσιο βραχίονα.Tο έδαφος της Δημοκρατίας της Eθνικιστικής Kίνας η Tαϊβάν (Tα Tσουνγκ Xουά Mιν Kουό)… … Dictionary of Greek